- ζεόπυρον
- ζεόπυρονTriticum monococcumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεόπυρον — ζεόπυρον, τό (Α) ποικιλία τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + πυρός] … Dictionary of Greek